κονσερβατόριο

κονσερβατόριο
το
(λ. γαλλ.), ωδείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κονσερβατόριο — το ωδείο, ίδρυμα στο οποίο διδάσκονται όλοι οι κλάδοι τής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conservatorio] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”